- τραπεζοποιός
- ὁ, ΜΑτραπεζοκόμοςμσν.(στο Βυζ.) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα τών βασιλικών γευμάτων, ο δομέστικος τού βασιλικού τραπεζιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραπεζοποιός — a slave who set out the table masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιοί — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιούς — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιῷ — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιόν — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραπεζοποιΐα — ἡ, Α [τραπεζοποιός] κατασκευή τραπεζών … Dictionary of Greek
τραπεζοποιώ — έω, Α [τραπεζοποιός] παραθέτω τραπέζι με εδέσματα … Dictionary of Greek
ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ — (ի, ից.) NBH 2 0705 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա.գ. τραπεζοποιός structor mensarum. Սպասաւոր՝ որ կազմ պատրաստէ զսեղան. *Հանգո զքո խոհարարն, տուր դատարկութիւն սեղանակազմին, դադարեցո եւ զձեռն մատռուակին. Բրս. պհ. ՟Ա: ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)